Ιατρική της Εργασίας: 38 χρόνια ζωής

Η καθιέρωση της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας και η υποχρεωτική απασχόληση ιατρών εργασίας στις επιχειρήσεις άνω των πενήντα ατόμων, έχουν κλείσει τριάντα οχτώ χρόνια ζωής.

Σημειώνεται ότι η απασχόληση ιατρών εργασίας δεν προκύπτει άμεσα από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν την υγεία των εργαζομένων τους έναντι επαγγελματικού κινδύνου. Στην Ελλάδα, όπως και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν είναι όμως οι περισσότερες, υιοθετήθηκε το ιατροκεντρικό μοντέλο της ανάθεσης της σχετικής υποχρέωσης, σε συμβαλλόμενους με την επιχείρηση ειδικούς ιατρούς εργασίας. Αρχικά, καθώς δεν υπήρχαν ειδικοί ιατροί εργασίας, δόθηκε η δυνατότητα της επίβλεψης της υγείας εργαζομένων σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων. Η παραγωγή νέων ειδικών ιατρών εργασίας, αν και ποτέ δεν έφτασε σε αριθμό ικανό να καλύψει τις υποχρεωτικές από το νόμο ανάγκες των επιχειρήσεων, συνοδεύτηκε από περιορισμούς έως απαγορεύσεις στην άσκηση ιατρικής της εργασίας από ιατρούς άλλης ειδικότητας. Το υπό κατάθεση νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας περιλαμβάνει μια διάταξη με την οποία προβλέπεται, με μελλοντική Υπουργική Απόφαση, να διευρυνθεί η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών ιατρικής της εργασίας, από ιατρούς άλλων ειδικοτήτων. Η διάταξη επιδιώκει να αντιμετωπίσει το υπαρκτό πρόβλημα του ανεπαρκούς αριθμού ειδικών ιατρών εργασίας, που δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων ή καλύπτουν αυτές με υπέρογκες αμοιβές.

Ευλόγως προκύπτει η απορία, γιατί είναι ανεπαρκής ο αριθμός ειδικών ιατρών εργασίας; Γιατί, ενώ υπάρχουν κενές θέσεις για ειδίκευση στην ιατρική της εργασίας, δεν τις προτιμούν οι πολυάριθμοι νέοι ιατροί που αποφοιτούν από τα ελληνικά και άλλα πανεπιστήμια; Η απάντηση είναι απλή. Ο τρόπος άσκησης της ιατρικής της εργασίας δεν είναι δελεαστικός. Αν και οι αμοιβές είναι υψηλές, οι νέοι ιατροί δεν επιθυμούν να ασκήσουν μια ειδικότητα που έχει εξελιχθεί σε γραφειοκρατική διαδικασία. Με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο οι ιατροί εργασίας πωλούν χρόνο παρουσίας στην επιχείρηση, της οποίας μάλιστα τη διάρκεια το Υπουργείο Εργασίας επιθυμεί να ελέγχεται ηλεκτρονικά, καθώς στερείται της δυνατότητας ελέγχου ουσιαστικής παροχής υπηρεσιών. Καμία δηλαδή ανταπόκριση στις σπουδές και στις φιλοδοξίες των νέων ιατρών, που προτιμούν να επιλέξουν κορεσμένες ειδικότητες, ακόμα και αν αυτές έχουν χρόνο αναμονής. 

Σε κάθε χώρα που θα ήθελε να θεωρείται σύγχρονη, οι θεσμοί πρέπει να αξιολογούνται και να προσαρμόζονται στο εξελισσόμενο περιβάλλον. Σήμερα λοιπόν, μετά από 38 χρόνια θα έπρεπε να αξιολογηθεί η συμβολή του θεσμού της υποχρεωτικής απασχόλησης ειδικών ιατρών εργασίας και συγκεκριμένα κατά πόσο συμβάλλει στο αντικειμενικά ζητούμενο, που είναι η προστασία και προαγωγή της υγείας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας. Για την αξιολόγηση αυτή, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τη μία πλευρά παράμετροι όπως, η σύνθεση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας μας, οι μεταβαλλόμενες εργασιακές συνθήκες και σχέσεις, τα εξελισσόμενα επιδημιολογικά δεδομένα και από την άλλη πλευρά να εκτιμηθεί, αν η εκπαίδευση των ειδικών ιατρών εργασίας μπορεί να καλύψει τον πιο πάνω στόχο. Η απλή διεύρυνση του αριθμού των εχόντων τη δυνατότητα να παρέχουν υπηρεσίες ιατρού εργασίας με ιατρούς άλλων ιατρικών ειδικοτήτων, ακόμη και συγγενών ως προς το περιεχόμενο κλινικής εκπαίδευσης, μήπως μόνο θα συμβάλλει στην τυπική κάλυψη επιχειρήσεων που δεν μπορούν να βρουν ειδικό ιατρό εργασίας και στον εξ ορθολογισμό των αμοιβών.

Το παραγωγικό μοντέλο στην Ελλάδα βασίζεται στην ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, δηλαδή απασχόληση σε δραστηριότητες γραφείου, τουρισμού, μεταφορών, που γενικά χαρακτηρίζονται από μικρή, όχι μηδενική επαγγελματική επικινδυνότητα. Οι επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, που έχουν υψηλή επικινδυνότητα, είναι κατά βάση μικρές επιχειρήσεις, που δεν έχουν, λόγω μεγέθους, υποχρέωση απασχόλησης ιατρού εργασίας. Οι μεγάλες βιομηχανίες και τα λατομεία, μεταλλεία, που έχουν υποχρέωση απασχόλησης ιατρού εργασίας, δυσκολεύονται να καλύψουν την υποχρέωση αυτή, καθώς οι υπάρχοντες ιατροί εργασίας προτιμούν την απασχόληση σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, δηλαδή χαμηλής επικινδυνότητας και συγκεντρωμένες σε αστικά κέντρα. Δηλαδή, η όλη προσέγγιση της προστασίας της υγείας των εργαζομένων με υπηρεσίες ιατρού εργασίας είναι dejure άδικη, αφού δεν καλύπτει τις επιχειρήσεις κάτω των 50 εργαζομένων, αλλά και defacto άδικη, αφού με τα σημερινά δεδομένα οι υπάρχοντες ιατροί εργασίας δεν επαρκούν να καλύψουν τις επιχειρήσεις υψηλής επικινδυνότητας, καθώς δεν επιβάλλεται κάποια προτεραιότητα για απασχόληση σε αυτές.

Το εξελισσόμενο εργασιακό μοντέλο, με τηλεργασία, μερική ή προσωρινή απασχόληση, σύμβαση έργου, δανεισμό εργαζομένων, απέχει δραματικά από το μοντέλο της κλασσικής μορφής που είχε κατά νου ο νομοθέτης της δεκαετίας του ‘80. Συνεπώς, ο ρόλος των ιατρών εργασίας βασισμένος σε χρονική παρουσία, καθίσταται προβληματικός σε ένα εργασιακό περιβάλλον που δεν προσδιορίζεται με συντεταγμένες τόπου και χρόνου. 

Η ιατρική της εργασίας γεννήθηκε στις χώρες με βιομηχανική ανάπτυξη, με στόχο την πρόληψη και διαχείριση των επαγγελματικών νόσων. Σήμερα, αν και με την εξέλιξη της τεχνολογίας η έκθεση σε βλαπτικούς φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς παράγοντες έχει περιοριστεί και τα κλασσικά επαγγελματικά νοσήματα επίσης, η προσπάθεια για την προστασία της υγείας έχει ακόμη δρόμο. Πρέπει να ξεφύγουμε από το διπολικό μοντέλο ιατρού εργασίας, τεχνικού ασφαλείας και να υιοθετήσουμε το μοντέλο διεπιστημονικών υπηρεσιών ομάδας υψηλής τεχνοκρατικής επάρκειας. Ο ιατρός εργασίας οφείλει να διαθέτει ικανή κατάρτιση, ώστε να είναι ικανός συνομιλητής σε θέματα τεχνολογίας και οργάνωσης παραγωγής με τους ειδικούς των αντίστοιχων επιστημονικών πεδίων. Καθίσταται αναγκαία η αναβάθμιση του περιεχομένου της εκπαίδευσης στην ειδικότητα αυτή. 

Η σημερινή νοσηρότητα του πληθυσμού χαρακτηρίζεται από νοσήματα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Το ψυχοκοινωνικό περιβάλλον της εργασίας αποτελεί ένα σημαντικό συμπαράγοντα νοσηρότητας. Η παρέμβαση για την προστασία και προαγωγή της υγείας στον χώρο εργασίας, δεν μπορεί να είναι έργο ενός ειδικού ιατρού εργασίας, το οποίο αποτιμάται με τη διάρκεια φυσικής παρουσίας και μόνο. Είναι αναγκαίο να υιοθετηθεί ένα νέο μοντέλο που να βασίζεται σε παροχή υπηρεσιών από ομάδα, δομημένη με διεπιστημονική σύνθεση, που θα δίνει έμφαση στην ψυχολογία της εργασίας. Η αντίληψη ότι ένας ειδικός μπορεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες, καταρρίπτεται από τη σημερινή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι ιατροί εργασίας δεν διαθέτουν τα μέσα να καλύψουν ουσιαστικά, τη νομοθετημένη υποχρέωση εκτίμησης της όρασης και του μυοσκελετικού εργαζομένων σε οθόνες, που αφορά σε όλους τους εργαζομένους σε γραφεία και όχι μόνο. Πολύ περισσότερο δεν είναι θέση να υποστηρίξουν προγράμματα ψυχικής υγείας στο χώρο εργασίας. Προηγμένες επιχειρήσεις αναζητούν τέτοιες υπηρεσίες από εξειδικευμένους φορείς, ερήμην των ιατρών εργασίας που υποχρεωτικά απασχολούν. 

Είναι προφανές ότι το ζητούμενο είναι η προστασία της υγείας των εργαζομένων και αυτό προϋποθέτει υπηρεσίες που δεν μπορεί να παρέχονται μόνο από έναν ειδικό, αλλά από ομάδα ειδικών. Ένας ειδικός ιατρός εργασίας, με επαρκή βέβαια κατάρτιση, είναι αναγκαίο μέλος της ομάδας, ειδικά σε επιχειρήσεις με υψηλή επικινδυνότητα. Η ύπαρξη της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο, του οποίου η αναγκαιότητα πρέπει να δικαιώνεται μέσα από την πραγματικότητα και όχι το νομικό εξαναγκασμό.  Ας ξεφύγουμε από την παράλογη προσέγγιση, ότι η προστασία της υγείας αποτιμάται με  χρονική παρουσία ιατρού εργασίας και μόνο. Επιβάλλεται να υιοθετηθούν κριτήρια αξιολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών για την προστασία και προαγωγή της υγείας στο χώρο εργασίας και να καθιερωθούν συγκεκριμένα πρωτόκολλα, που θα θέσουν τέλος σε αυτοσχεδιασμούς της κάθε “αυθεντίας”…. Ήλθε η ώρα να μιλήσουμε για ριζικές αναθεωρήσεις που θα υπερβαίνουν συντεχνιακές λογικές και γραφειοκρατικές στρεβλώσεις.

* Ο Εμμανουήλ Βελονάκης είναι Ειδικός ιατρός εργασίας, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.