Η καρδιακή ανεπάρκεια αφορά το 1-2% του γενικού πληθυσμού, η συχνότητά της ωστόσο αυξάνεται στο 10% στους >70 ετών. Εκτός από το γήρας, αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου είναι η στεφανιαία νόσος, η αρτηριακή υπέρταση, οι βαλβιδοπάθειες, ιογενείς μυοκαρδίτιδες, καρδιοτοξικά φάρμακα (π.χ. ορισμένες θεραπείες κατά του καρκίνου) αλλά και γενετικά αίτια.
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τυπικά παραπονιούνται για δύσπνοια (λαχάνιασμα), εύκολη κόπωση και οίδημα (πρήξιμο) στα πόδια. Τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί αξιοσημείωτη πρόοδος στην κατανόηση του συνδρόμου με αποτέλεσμα να έχουμε πλέον στη διάθεσή μας τέσσερις βασικές κατηγορίες φαρμάκων, η χρήση των οποίων αποδεδειγμένα βελτιώνει την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Σημαντική είναι επίσης η συνεισφορά των εμφυτεύσιμων απινιδωτών στη μείωση του αιφνίδιου θανάτου εξαιτίας κακοήθων ταχυαρρυθμιών. Τέλος, όταν συνυπάρχει αποκλεισμός αριστερού σκέλους, η θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού με την εμφύτευση αμφικοιλιακών βηματοδοτών έχει επιφέρει πραγματική επανάσταση βοηθώντας ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών να επιστρέψει σε πλήρη δραστηριότητα.
Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί τη συχνότερη αρρυθμία στους ενήλικες. Ένας στους τρεις Ευρωπαίους ηλικίας 55 ετών θα εμφανίσει κολπική μαρμαρυγή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η κολπική μαρμαρυγή είναι υπεύθυνη για το 20-30% των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων ενώ 20-30% των ασθενών με κολπική μαρμαρυγή πάσχει παράλληλα από καρδιακή ανεπάρκεια. Η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να αποτελεί αίτιο ή να επιδεινώσει προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια.
Στα αρχικά στάδια, οι ασθενείς παραπονιούνται για «φτερούγισμα» ή εύκολη κόπωση διάρκειας λεπτών ή ολίγων ωρών και τότε η κολπική μαρμαρυγή ονομάζεται παροξυσμική. Προοδευτικά, μετατρέπεται σε εμμένουσα (επεισόδια διάρκειας >7 ημέρες) και προκειμένου να αποκατασταθεί ο φυσιολογικός ρυθμός απαιτείται συνήθως ιατρική παρέμβαση (π.χ. ηλεκτρική ανάταξη).
Σήμερα είναι αντιληπτό ότι, η έγκαιρη αντιμετώπιση της αρρυθμίας βελτιώνει την πρόγνωση των ασθενών. Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τα αντιαρρυθμικά φάρμακα και την κατάλυση (ablation). Δυστυχώς τα διαθέσιμα φάρμακα έχουν μόνο μέτρια αποτελεσματικότητα ενώ ταυτόχρονα η μακροχρόνια χρήση τους ενέχει κινδύνους.
Στον αντίποδα, η επεμβατική θεραπεία είναι η πλέον αποτελεσματική και συνάμα ασφαλής μέθοδος στην καταπολέμηση των υποτροπών της νόσου και στην ελάττωση του συνολικού φορτίου της αρρυθμίας. Η κατάλυση πραγματοποιείται με τη χρήση εξειδικευμένων καθετήρων, οι οποίοι εισάγονται διαμέσου της μηριαίας φλέβας και προωθούνται ως τα στόμια των πνευμονικών φλεβών. Εκεί, εφαρμόζεται ενέργεια προκειμένου να καταστραφεί έκτοπος ηλεκτρικός ιστός, υπεύθυνος για την εισαγωγή της αρρυθμίας. Η μέθοδος είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στους ασθενείς χωρίς μακροχρονίως εγκατεστημένη κολπική μαρμαρυγή. Πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία και μέθη (σπανιότερα υπό γενική αναισθησία) και απαιτείται μία διανυκτέρευση στην κλινική.
Γράφει ο Δημήτριος Κωνσταντίνου MD, MSc, PhD, CCDS, Καρδιολόγος-Αρρυθμιολόγος, Επιστημονικός υπεύθυνος για την εμφύτευση βηματοδοτών-απινιδωτών, Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο Θεσσαλονίκης