ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ Ή ΓΙΓΑΝΤΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΙΤΙΔΑ: Η πιο συχνή αγγειίτιδα

Η κροταφική αρτηριίτιδα ανήκει στις συστηματικές αγγειίτιδες. Προκαλεί φλεγμονή του τοιχώματος των μεγάλων αγγείων, με αποτέλεσμα στένωση, απόφραξη ή και διάτασή τους. Προσβάλλει κατά κύριο λόγο τους κρανιακούς κλάδους της αορτής, ειδικότερα τους κλάδους της έξω καρωτίδας.

Η νόσος εμφανίζεται συνήθως σε άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών,  συχνότερα στην έβδομη και όγδοη δεκαετία της ζωής και καθ΄υπεροχή στις γυναίκες. Κάθε χρόνο προσβάλλονται περίπου 15 άτομα ανά 100.000 κατοίκους άνω τω 50 ετών.

Κλινικά εκδηλώνεται με ποικιλία συμπτωμάτων.  Συνηθέστερη (70-90%) είναι η πρόσφατης έναρξης κεφαλαλγία, μεγάλης έντασης, διαφορετικής από τους συνήθεις πονοκεφάλους, που εντοπίζεται συχνά στην περιοχή των κροτάφων, αν και μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε σημείο της κεφαλής. Επιπλέον, μπορεί να συνυπάρχει ευαισθησία του τριχωτού της κεφαλής, κόπωση της γνάθου κατά τη μάσηση, δυσκαταποσία, κόπωση της γλώσσας κατά την ομιλία.

Συχνά είναι και τα συστηματικά συμπτώματα, με χαμηλή –ως 38 βαθμούς Κελσίου- πυρετική κίνηση, απώλεια σωματικού βάρους , ανορεξία, έντονη κόπωση. Όταν ο πυρετός είναι η μόνη εκδήλωση της νόσου, συχνά η προσβολή αφορά στη θωρακική αορτή και η διάγνωσή της είναι δυσχερής, καθώς πρέπει πρώτα να αποκλειστούν άλλα αίτια πυρετού (όπως ειδικές λοιμώξεις).

Στους μισούς περίπου ασθενείς με κροταφική αρτηριίτιδα θα εμφανιστεί ρευματική πολυμυαλγία, δηλαδή πόνοι στην περιοχή της ωμικής ζώνης και της λεκάνης, με έντονη δυσκαμψία το πρωί, αδυναμία έγερσης από την καθιστή θέση και αδυναμία ανύψωσης των χεριών πάνω από το ύψος του ώμου.

Η πιο σοβαρή όμως εκδήλωση της νόσου, που καθιστά επιτακτική την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της, είναι η μη αναστρέψιμη τύφλωση. 15% των ασθενών θα υποστεί απώλεια όρασης σαν αποτέλεσμα προσβολής των αγγείων που αρδεύουν το οπτικό νεύρο (ισχαιμική οπτικοπάθεια). Προειδοποιητικό σημείο επερχόμενης τύφλωσης είναι η παροδική αμαύρωση (amaurosis fugax), όπου ο ασθενής νιώθει στιγμιαία να χάνει την όρασή του «σαν να πέφτει μπροστά στα μάτια του παροδικά μια κουρτίνα».

Η διάγνωση της νόσου τεκμαίρεται με βιοψία της κροταφικής αρτηρίας, μια διαδικασία ήπια επεμβατική και ασφαλής. Εσχάτως, έδαφος κερδίζει η διάγνωση μέσω υπερηχογραφήματος στα προσβεβλημένα αγγεία, ωστόσο η μέθοδος δεν έχει ακόμη εισέλθει ευρέως στην καθημερινή κλινική πρακτική του ρευματολόγου. Τέλος, όταν υπάρχει υποψία προσβολής των μεγάλων κλάδων της αορτής, διαγνωστικά θα απαιτηθεί μαγνητική αγγειογραφία.

Θεραπευτικά, η νόσος ανήκει στα κατεξοχήν «κορτικοεξαρτώμενα»  νοσήματα. Απαιτούνται μεγάλες δόσεις στεροειδών στην αρχική φάση, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια όρασης του ασθενούς και συνηθίζεται η λήψη τους σε προοδευτικά μειούμενες δόσεις για 2 χρόνια και πλέον.

Δεδομένων των παρενεργειών των στεροειδών σε μακροχρόνια χορήγηση, έχει εντατικοποιηθεί τα τελευταία χρόνια η έρευνα για ανεύρεση άλλων αποτελεσματικών φαρμάκων για τη νόσο. Το 2018 έλαβε έγκριση για τη θεραπεία της κροταφικής αρτηριίτιδας ο αναστολέας του υποδοχέα της Ιντερλευκίνης 6 Tocilizumab και περιλήθφηκε στις πρόσφατα εκδοθείσες θεραπευτικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ρευματολογικής Εταιρείας. Ωστόσο, τα στεροειδή επί του παρόντος συνεχίζουν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση των αγειιτίδων μεγάλων αγγείων.

Επιμέλεια: Παπαλόπουλος Χρ. Ιωάννης, Ειδικός Ρευματολόγος

Πηγή: https://papalopoulos.gr/article-page.php?view=38&articlecat=all

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.