ΜΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ

Η μαστογραφία είναι μια ακτινολογική εξέταση η οποία απεικονίζει την μορφολογία και την δομή των ανατομικών στοιχείων του μαστού και τυχόν παθολογικών αλλοιώσεων αυτού.

Η βασική διαφορά της κλασικής ή αναλογικής μαστογραφίας με την ψηφιακή μαστογραφία είναι ότι στην αναλογική χρησιμοποιείται το φιλμ ως μέσο καταγραφής διαγνωστικών εικόνων, ενώ στην ψηφιακή χρησιμοποιείται ψηφιακός ανιχνευτής και ηλεκτρονικός υπολογιστής. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε μαστογραφίες καλύτερης ευκρίνειας, με πιο αξιόπιστα αποτελέσματα και με χαμηλότερη ακτινοβολία.

Σε γυναίκες ηλικίας 25-30 ετών δεν συνηθίζεται η μαστογραφία, λόγω του ότι ο μαζικός αδένας είναι πολύ πυκνός και κατά συνέπεια η εξέταση είναι χαμηλής διαγνωστικής αξίας. Επιπλέον οι μαστοί είναι περισσότερο ευαίσθητοι στην ακτινοβολία και γι’ αυτό αποφεύγουμε να ακτινοβολούμε αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος. Στην περίπτωση που υπάρχει κλινικά κάποιο εύρημα, τότε γίνεται μαστογραφία σε οποιαδήποτε ηλικία και αν είναι η γυναίκα. Αν μια γυναίκα έχει συγγενή με καρκίνο του μαστού μπορεί  να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα μαστών ανα τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι να μπορέσει να κάνει την πρώτη της μαστογραφία, η οποία πρέπει να γίνει 10 χρόνια πιο νωρίς από την ηλικία στην οποία εμφανίστηκε ο καρκίνος του μαστού στο μέλος της οικογένειας της.

Μετά την ηλικία των 40 ετών κάθε χρόνo θα πρέπει όλες οι γυναίκες να υποβάλλονται σε μαστογραφικό έλεγχο σύμφωνα με τις κατευθυνήριες γραμμές της Αμερικανικής Εταιρίας Καρκίνου. Με την πάροδο της ηλικίας ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες αυξάνεται. Έτσι, κάνοντας μαστογραφία κάθε χρόνο, δίνεται η δυνατότητα, αν αναπτυχθεί κάποια κακοήθεια, να μπορούμε να την εντοπίσουμε σε πολύ αρχικό στάδιο και κατά συνέπεια να έχουμε καλύτερη πρόγνωση και αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Είναι καλό η μαστογραφία να γίνεται μεταξύ της 7ης και της 12ης ημέρας του κύκλου, μετρώντας από την πρώτη ημέρα που εμφανίστηκε η έμμηνος ρύση και όχι από το τέλος της περιόδου Ο λόγος είναι ότι ο μαστός διογκώνεται μετά την ωορρηξία και απεικονιστικά αυξάνεται η πυκνότητα του, γεγονός που μπορεί οδηγήσει σε ψευδή διάγνωση.

Μας δίνει πληροφορίες για ψηλαφητές ή μη ψηλαφητές βλάβες του μαστού που μπορεί να είναι καλοήθεις ή κακοήθεις. Οι μή ψηλαφητές βλάβες απεικονίζονται στη μαστογραφία ενώ δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον κλινικό ιατρό ή την ίδια την γυναίκα κατα την αυτοεξέταση. Στη μαστογραφία, εκτός από τον καρκίνο μπορούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη αποτιτανώσεων, κύστεων, λιπωμάτων, ιναδενωμάτων, αμαρτωμάτων και διάφορων άλλων καλοήθων παθήσεων του μαστού.