Μία νέα κλινική δοκιμή φάσης 1 από επιστήμονες στη Μεγάλη Βρετανία εξέτασε ένα νέο πειραματικό φάρμακο στην αντιμετώπιση της υπέρτασης. Το φάρμακο αυτό περιέχει siRNA (small interfering RNA) και στοχεύει το αγγειοτενσινογόνο, μία πρόδρομη μορφή της αγγειοτενσίνης στο ήπαρ, με σκοπό να αναστείλει το σύστημα RAAS (ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης).
Στην κλινική δοκιμή του παραπάνω φαρμάκου, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό New England Journal of Medicine, συμμετείχαν 107 εθελοντές με υπέρταση. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η πρώτη έλαβε το zilebesiran (όπως ονομάστηκε το νέο φάρμακο), ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν placebo.
Στην ομάδα που έλαβε το φάρμακο η αρτηριακή πίεση άρχισε να μειώνεται από την πρώτη κιόλας δόση. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη ήταν η δόση που χορηγήθηκε, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η μείωση της αρτηριακής πίεσης στους ασθενείς.
Την 8η εβδομάδα της έρευνας, η συστολική πίεση είχε μειωθεί κατά 10 mmHg, ενώ η διαστολική κατά 5 mmHg με τη μείωση να διατηρείται μέχρι και την 24η εβδομάδα της έρευνας.
Διάφορες ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίστηκαν τόσο στην ομάδα του zilebesiran όσο και στην ομάδα του placebo, ενώ δεν αναφέρθηκε κανένα περιστατικό υπότασης, υποκαλιαιμίας ή επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας.
Καθώς τα δεδομένα της παραπάνω κλινικής δοκιμής ήταν ιδιαίτερα θετικά, οι επιστήμονες της μελέτης υποστήριξαν ότι το φάρμακο θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως θεραπεία για την υπέρταση. Η ομάδα υπογράμμισε επίσης την ειδικότητα του φαρμάκου, καθώς και τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά του.
Ένα πλεονέκτημα του συγκεκριμένου φαρμάκου σε σχέση με τα υπόλοιπα φάρμακα που κυκλοφορούν σήμερα είναι ότι χορηγείται σε 1 ενέσιμη δόση ανά λίγους μήνες. Αυτό πρακτικά διασφαλίζει ότι ο ασθενής θα ακολουθήσει πλήρως την αγωγή του και δεν θα χρειάζεται να παίρνει φάρμακα καθημερινά, κάτι που συνήθως δημιουργεί προβλήματα.
Ορισμένοι περιορισμοί της έρευνας ήταν το σχετικά μικρό της μέγεθος, καθώς και το γεγονός ότι είχε περιορισμένη διάρκεια. Επιπλέον, από την έρευνα εξαιρέθηκαν ασθενείς με συγκεκριμένα χρόνια νοσήματα, γεγονός που περιορίζει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων.
Παρά τους παραπάνω περιορισμούς, ωστόσο, η έρευνα ανέδειξε ένα νέο φάρμακο για την αντιμετώπιση της υπέρτασης το οποίο θα πρέπει να εξερευνηθεί περαιτέρω σε νέες, μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές. Μάλιστα, ήδη έχει ξεκινήσει μία κλινική δοκιμή φάσης 2 στην οποία θα εκτιμηθεί καλύτερα η ασφάλεια του φαρμάκου.
Επιμέλεια: Αντώνιος Δημητρακόπουλος MD, PhD, Ειδικός Παθολόγος Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν HC, ΕΔΙΠ Παθολογίας-Ανοσολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ