Ο διαβήτης είναι μια «ύπουλη» νόσος διότι δυνητικά μπορεί να προκαλέσει σημαντικότατες βλάβες, που επηρεάζουν τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα της ζωής των πασχόντων, χωρίς να προκαλεί συνήθως δραματικά συμπτώματα που θα κινητοποιήσουν τον πάσχοντα να αντιδράσει έγκαιρα. Δεν προκαλεί συνήθως πόνο στο σώμα (με κάποιες λίγες εξαιρέσεις επώδυνης νευροπάθειας) και έτσι εύκολα θεωρείται ως μια «αθώα κατάσταση» («έχω λίγο ζάχαρο, 150-180, πού να δεις άλλους» λένε μερικές φορές λανθασμένα οι ασθενείς). Είναι όμως στην πραγματικότητα μια σοβαρότατη διαταραχή του μεταβολισμού που σταδιακά κάνει βλάβες στα αγγεία του σώματος. Και επειδή αγγεία έχουμε σε όλο μας το σώμα, ο διαβήτης μπορεί να επηρεάσει πολλά και ζωτικά όργανα.
Μπορεί να οδηγήσει αργά και σταδιακά σε βλάβες στα μάτια (ακόμα και σε τύφλωση), σε καταστροφή των νεφρών (με ανάγκη χρήσης μηχανημάτων τεχνητού νεφρού), σε βλάβες των κάτω άκρων (με γάγγραινα, νευροπάθεια και ακρωτηριασμούς), σε εμφράγματα της καρδιάς, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικά επεισόδια (με νευρολογικές παραλύσεις) και φυσικά επηρεασμό της ψυχικής υγείας των πασχόντων όταν οι επιπλοκές φτάσουν σε μη αντιστρεπτά και δύσκολα αντιμετωπίσιμα όρια. Το προσδόκιμο ζωής των αρρύθμιστων διαβητικών είναι μικρότερο από ίδιας ηλικίας άτομα χωρίς διαβήτη.
Γιατί ο διαβήτης είναι μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη ασθένεια;
Επειδή η παθοφυσιολογία της δημιουργίας του διαβήτη είναι πολύ πολύπλοκη (και όχι πλήρως διευκρινισμένη ακόμα), η θεραπεία του είναι δύσκολη. Δεν είναι δυνατόν να «ιαθεί» η νόσος, να εξαφανισθεί δηλαδή, μπορεί όμως να ελεγχθεί αρκετά ικανοποιητικά τις περισσότερες φορές, και να αποφευχθούν ή τουλάχιστον να καθυστερήσουν οι επιπλοκές. Χρειάζεται όμως γι’ αυτό μια συντονισμένη προσπάθεια πολλών παραγόντων, αλλαγών στον τρόπο ζωής και κατάλληλων φαρμάκων.
Ο διαβήτης έχει να κάνει αφενός μεν με κληρονομικότητα (υπάρχουν δηλαδή γονίδια που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και προδιαθέτουν το άτομο να εμφανίσει σταδιακά ανεπαρκή έκκριση [και ίσως και ανεπαρκή δράση] της ινσουλίνης και αφετέρου σχετίζεται με τον τρόπο ζωής (κυρίως με την ανάπτυξη παχυσαρκίας λόγω του καθιστικού σύγχρονου τρόπου ζωής και της μη σωστής διατροφής). Η συχνότητά του στον πλανήτη συνεχώς αυξάνει (την τελευταία 20ετία έχει σχεδόν 4πλασιαστεί ο επιπολασμός του στον πλανήτη), και αυτό σχετίζεται ακριβώς με την επικράτηση του καθιστικού τρόπου ζωής και της αύξησης της παχυσαρκίας που έφερε η τεχνολογική επανάσταση και η ανθυγιεινή διατροφή της σημερινής εποχής. Στην Ελλάδα πριν από 50 χρόνια η συχνότητά του υπολογιζόταν γύρω στο 2-3%, ενώ σήμερα, σύμφωνα με πρόσφατη πανελλήνια μελέτη στην οποία συμμετείχε η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία (μελέτη ΕΜΕΝΟ), η συχνότητά του έχει φτάσει περίπου το 12%.
Οι επιπλοκές του διαβήτη
Οι επιπλοκές του διαβήτη είναι κατά βάση αγγειακές, με αποτέλεσμα βλάβες ζωτικών οργάνων που αρδεύονται (αιματώνονται) από τα αγγεία αυτά. Μπορούν να αποφευχθούν με την καλή ρύθμιση των παραγόντων εκείνων που οδηγούν στις βλάβες αυτές των αγγείων, δηλαδή με την όσο το δυνατόν καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου του αίματος, τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερίνης, τη μείωση της παχυσαρκίας (με σωστή διατροφή και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας στην καθημερινή ζωή), τη διακοπή του καπνίσματος και τη χρήση κατάλληλων φαρμάκων.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα βρέθηκε ότι δύο ειδικές κατηγορίες αντιδιαβητικών ουσιών, οι GLP-1 αγωνιστές και SGLT-2 αναστολείς, μπορούν, κυρίως σε άτομα με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή ή/και νεφρική νόσο και καρδιακή ανεπάρκεια, να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο επιδείνωσης αυτών των καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών και να αυξήσουν το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών αυτών. Ο μηχανισμός δράσης τους για τις επιδράσεις αυτές φαίνεται ότι δεν έχει σχέση με τη μείωση του σακχάρου αίματος, αλλά με μια ποικιλία άλλων επιδράσεων στον οργανισμό.
Πρόληψη και αντιμετώπιση του διαβήτη
Το «κλειδί» στην πρόληψη του διαβήτη, ιδιαίτερα του τύπου 2 που σχετίζεται πολύ με την παχυσαρκία και τον τρόπο ζωής, είναι η αποφυγή της παχυσαρκίας και της καθιστικής ζωής, με την κατάλληλη ισορροπημένη διατροφή και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας στην καθημερινή ζωή, κυρίως στα άτομα που έχουν κληρονομικό ιστορικό διαβήτη (έχουν δηλαδή συγγενείς 1ου ή 2ου βαθμού με διαβήτη – δυστυχώς δεν μπορεί να διαλέξει κανείς τα γονίδιά του ούτε και να τα αλλάξει). Δεν έχει σημασία αν οι συγγενείς αυτοί εμφάνισαν διαβήτη σε μεγάλη ηλικία (π.χ. 80-90 ετών). Η εμφάνιση του διαβήτη στις επόμενες γενιές μπορεί να επισυμβεί νωρίτερα (π.χ. 40-50 ετών) λόγω της δυσμενούς επίδρασης της παχυσαρκίας και της καθιστικής ζωής πάνω στα γονίδια που έχει κληρονομήσει ο άνθρωπος αυτός. Θα ενεργοποιηθούν δηλαδή τα γονίδια σε νεαρότερη ηλικία και θα εμφανισθεί ο διαβήτης νωρίτερα από τους προγόνους του.
Η αντιμετώπιση του διαβήτη στηρίζεται και πάλι στις ίδιες αρχές, τη μείωση της παχυσαρκίας με σωστή διατροφή και σωματική δραστηριότητα και τη χρήση κατάλληλων φαρμάκων για τη ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου (σάκχαρο, πίεση, χοληστερίνη, κάπνισμα, κλπ).
Είναι πάρα πολύ σημαντική η τακτική παρακολούθηση από τον θεράποντα ιατρό, ο οποίος θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τις πιθανές επιπλοκές της νόσου και να διενεργεί τις κατάλληλες εξετάσεις κατά διαστήματα, για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους. Για παράδειγμα, συνιστάται, κατ’ ελάχιστον, να διενεργείται προληπτική εξέταση των ματιών από οφθαλμίατρο κάθε χρόνο, καθώς και εξέταση της λειτουργίας των νεφρών (με μέτρηση της κρεατινίνης αίματος και της αποβολής λευκωματίνης στα ούρα) επίσης κάθε χρόνο, έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν έγκαιρες παρεμβάσεις για επιβράδυνση της επιδείνωσης.
Η παρακολούθηση των λιπιδίων του αίματος και της αρτηριακής πίεσης είναι επίσης αναγκαίες, έτσι ώστε να δοθεί η κατάλληλη θεραπεία αν είναι εκτός στόχων. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν πολλοί, δεν χρειάζονται και δεν συνιστώνται από τις Διαβητολογικές επιστημονικές εταιρείες προληπτικές απεικονιστικές εξετάσεις αγγείων και καρδιάς (υπερηχογραφήματα καρωτίδων, τεστ κοπώσεως, στεφανιογραφίες, κλπ) σε άτομα που δεν έχουν καρδιολογικά συμπτώματα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ρυθμίζονται οι παράγοντες κινδύνου που αναφέρθηκαν παραπάνω, διότι έχει βρεθεί ότι δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω στη θεραπεία των ασθενών, και αντίθετα μπορεί να οδηγήσουν σε υπερσυνταγογράφηση εξετάσεων και επεμβατικών θεραπειών (αγγειοπλαστικών, εγχειρήσεων by-pass, κλπ), που μερικές φορές ενέχουν έξτρα κινδύνους, και φυσικά κόστος, για τους ασθενείς και τα συστήματα υγείας.
Η ανάγκη πρόσβασης των διαβητικών ατόμων και των ιατρών σε συνεχή εκπαίδευση
Είναι επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα ενημερωμένοι για τις ποικίλες εκδηλώσεις και πιθανές επιπλοκές της πάθησής τους, έτσι ώστε να προσπαθήσουν να τις προλάβουν/αντιμετωπίσουν. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο στην πράξη, απαιτεί αρκετό χρόνο και πολλαπλές συνεδρίες διδασκαλίας, ανάληψη ευθύνης και από μέρους των ίδιων των ασθενών (οι οποίοι θα πρέπει να ενδιαφερθούν να μάθουν), και έτσι η αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης των ασθενών ποικίλλει πολύ, ανάλογα και με το κοινωνικο-μορφωτικό επίπεδο του κάθε ανθρώπου. Η αλληλεπίδραση επίσης με τους επαγγελματίες υγείας έχει τεράστια σημασία για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ τους.
Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν δομημένα προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών στον διαβήτη (δηλαδή εκπαίδευσης επαγγελματιών υγείας, πέραν των ιατρών, όπως π.χ. εξειδικευμένων νοσηλευτών/νοσηλευτριών, διαιτολόγων, ψυχολόγων, ποδολόγων, επισκεπτών(ριών) υγείας, κλπ), οι οποίοι θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο της εκπαίδευσης των ασθενών με πιο δομημένο τρόπο και να συνεπικουρούν τους ιατρούς, των οποίων ο χρόνος για εξέταση, συνταγογράφηση και ταυτόχρονα εκπαίδευση είναι πολύ περιορισμένος.
Από την άλλη μεριά επίσης, λόγω ακριβώς της πολυπλοκότητας και των ποικίλων εκφράσεων του διαβήτη, είναι επίσης επιτακτική η ανάγκη της σωστής και συνεχιζόμενης επιμόρφωσης των θεραπόντων ιατρών στον διαβήτη. Είναι αναγκαίο να υπάρχουν εξειδικευμένοι διαβητολόγοι, είτε Ενδοκρινολόγοι είτε στην καλύτερη περίπτωση εξειδικευμένοι στον διαβήτη Παθολόγοι και Παιδίατροι (διότι ο διαβήτης επηρεάζει όλα τα όργανα του σώματος και εμφανίζει στην ουσία ως εκδηλώσεις όλη την Παθολογία), οι οποίοι και θα στελεχώσουν τα δημόσια Διαβητολογικά Κέντρα που θα έχουν και τη δυνατότητα και την ευθύνη να συνεχίσουν την εκπαίδευση νεότερων ιατρών στον διαβήτη. Εκπαίδευση η οποία είναι απαραίτητο να είναι δομημένη και να ελέγχεται με τη διενέργεια εξετάσεων στο τέλος της, ώστε να εξασφαλίζει σωστή ποιότητα και αποτελεσματικότητα. Μιλάμε δηλαδή για Εξειδίκευση στον διαβήτη και όχι για ανεξέλεγκτη επιμόρφωση. Έτσι θα μπορέσει να υπάρξει και συνεργασία της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που θα αναλάβει πιθανότατα με επιτυχία τα αρχικά στάδια της θεραπείας των διαβητικών και θα παραπέμπει στα εξειδικευμένα διαβητολογικά ιατρεία και κέντρα τα πιο περίπλοκα περιστατικά.
Η Πολιτεία λοιπόν οφείλει να φροντίσει να εξασφαλίσει αφενός μεν την επιβίωση των διαβητολογικών Κέντρων και Ιατρείων που υπάρχουν, τα οποία εδώ και 4 χρόνια φυλλορροούν και απαξιώνονται από την ανεξήγητη έλλειψη έγκρισης από μέρους της Πολιτείας της έναρξης της εξειδίκευσης των Παθολόγων και Παιδιάτρων στον διαβήτη, αφετέρου δε να παράσχει στον Έλληνα διαβητικό ασθενή τα εχέγγυα ότι όταν επισκέπτεται κάποιον ιατρό που τον κουράρει για τον διαβήτη του, αυτός θα έχει τις απαραίτητες πιστοποιημένες γνώσεις στον διαβήτη και τη δυνατότητα παραπομπής σε εξειδικευμένα κέντρα αν δεν μπορεί ο ίδιος να ανταπεξέλθει. Θα είναι τραγικό η εκπαίδευση στον διαβήτη να αφεθεί στην αυτοεκπαίδευση και στην αυτοανακήρυξη ειδικών. Η ποιότητα της αντιμετώπισης των ανθρώπων με διαβήτη, άρα και οι επιπλοκές, θα χειροτερεύσουν τότε τραγικά, και όπως είπαμε παραπάνω, αυτό θα γίνει ύπουλα και σταδιακά σε βάθος ετών.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μακρυλάκης, Γ.Γ. Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, Καθηγητής Παθολογίας-Μεταβολικών Νοσημάτων Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΓΝΑ Λαϊκό