Οι υποθέσεις που φτάνουν σε δίκη, οι αποζημιώσεις, η «αμυντική ιατρική»
Στην άσκηση «αμυντικής ιατρικής» και στην παραγγελία εξετάσεων που δεν είναι ιατρικά απαραίτητες οδηγεί την πλειονότητα των γιατρών ο φόβος των μηνύσεων και των αγωγών με την κατηγορία της ιατρικής αμέλειας. Η γυναικολογία, η γενική χειρουργική, η αναισθησιολογία, η επείγουσα ιατρική και η ακτινολογία είναι οι ειδικότητες με τις περισσότερες καταγγελίες για ιατρικά σφάλματα, οι περισσότερες εκ των οποίων λύνονται στις αίθουσες των δικαστηρίων ακόμη κι αν είναι αβάσιμες. Δύο εξειδικευμένοι στο ιατρικό δίκαιο δικηγόροι μιλούν στην «Κ» για τα εμπόδια και τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο πρόεδρος του ΠΙΣ, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, σημειώνει ότι υπάρχει και η «αμυντική Δικαιοσύνη», δηλαδή ο δικαστής να στέλνει όλες τις υποθέσεις στην ακροαματική διαδικασία, φοβούμενος μην κατηγορηθεί ότι απήλλαξε κάποιον.
Στην «άμυνα»οι γιατροί υπό τον φόβο σφάλματος
Της Πέννυς Μπουλούτζα
Ο ανήλικος εμφάνισε υψηλό πυρετό, είχε εμέτους, πονοκέφαλο και μεγάλη εξάντληση, όταν πήγε στο νοσοκομείο. Ενώ υπήρξε υποψία μηνιγγίτιδας, το παιδί ποτέ δεν ελέγχθηκε γι’ αυτό. Η διάγνωση που έλαβε ήταν εαρινή λοίμωξη. Δόθηκε εντολή το παιδί να επιστρέψει σπίτι του. Η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση επέφερε τον θάνατο λόγω μηνιγγίτιδας. Ασθενής 32 ετών με βεβαρημένο ιστορικό πνευμονοπάθειας απευθύνθηκε σε νοσοκομείο με σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα και σε πολύ κακή κατάσταση. Αδυνατούσε να περπατήσει. Στο νοσοκομείο έλαβε οδηγίες για αντιβίωση και του είπαν να επιστρέψει σπίτι του. Επειτα από λίγες ώρες η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνθηκε, επέστρεψε στο νοσοκομείο όπου διασωληνώθηκε και κατέληξε από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια λόγω λοίμωξης. Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στη νομολογία γι’ αυτό που ονομάζεται ιατρικό σφάλμα και ιατρική ευθύνη. Και στις δύο περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης, στην ημερίδα του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου «Ιατρική Ευθύνη: “Από τη νομική θεωρία στην ιατρική πρακτική”», υπήρξαν εσφαλμένες διαγνώσεις και παραλείψεις, και καταδικαστικές αποφάσεις γι’ αυτές. Τα ιατρικά σφάλματα, οι μηνύσεις και αγωγές που δέχονται οι γιατροί έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια διεθνώς και οδηγούν συχνά σε αυτό που λέμε «αμυντική ιατρική».
Ειδικότητες υψηλού κινδύνου για ιατρικά σφάλματα θεωρούνται η γυναικολογία, η γενική χειρουργική, η αναισθησιολογία, η επείγουσα ιατρική και η ακτινολογία. Το πόσα ιατρικά σφάλματα γίνονται στη χώρα μας δεν έχει μετρηθεί. Οι αιτίες τους –εκτός από την προφανή όταν πρόκειται για επιστημονική ανεπάρκεια του γιατρού– μπορεί να σχετίζονται με τις ελλείψεις του συστήματος υγείας αλλά και την ελλιπή ενημέρωση των ασθενών και των συγγενών τους από τον γιατρό.
Στην Ελλάδα περίπου το 65% των προσφυγών για ιατρικά λάθη αφορούν αγωγές κατά δημόσιων νοσοκομείων και το 20% κατά ιδιωτικών κλινικών και ιατρικών κέντρων. Το μέσο ύψος αποζημίωσης είναι περίπου 300.000 ευρώ. Οταν το σφάλμα-αμέλεια αφορά νοσοκομειακό γιατρό ή άλλον επαγγελματία υγείας, η αγωγή ασκείται στο νοσοκομείο. Εάν αυτό κρίνει ότι υπάρχει δόλος ή βαριά αμέλεια, μπορεί να διεκδικήσει (με βάση την «εγκύκλιο Χουλιαράκη» του 2018) αποζημίωση από τον γιατρό. Το 2019, νοσοκομείο απαίτησε μέσω του Ελεγκτικού Συνεδρίου ποσό ύψους 850.000 ευρώ από γιατρό για επιπλοκή σε ασθενή.
Εκτιμάται ότι εννέα στους δέκα γιατρούς ασκούν αμυντική ιατρική, υπό τον φόβο να κατηγορηθούν για ιατρική αμέλεια. Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Επιστημονικών Ερευνών, μέλος της Δ.Σ. του ΠΙΣ, Χάρης Βαβουρανάκης, επισήμανε ότι «πολλές φορές ο γιατρός αισθάνεται φόβο ακόμη και χωρίς να κάνει λάθος. Είναι σε μια ιδιότυπη “λοταρία”, όπου η κάθε ιατρική πράξη μπορεί να του στοιχίσει ακριβά. Και η απάντησή του είναι να περνάει από την τεκμηριωμένη ιατρική στην αμυντική ιατρική. Να διασφαλιστεί από πιθανό ιατρικό σφάλμα και όχι να εξασφαλίσει την υγεία του ασθενούς. Παραγγέλνει εξετάσεις που δεν είναι ιατρικά απαραίτητες, παραπέμπει σε άλλους γιατρούς, συνιστά εισαγωγή στο νοσοκομείο για να αποφύγει τη δικαστική εμπλοκή και περιττές επεμβάσεις, όπως π.χ. η αφαίρεση ενός λιπώματος που δεν ήταν απαραίτητη. Υπάρχει και η συμπεριφορά γιατρών που προσπαθούν να αποφεύγουν τους ασθενείς υψηλού κινδύνου».
«Παραγγέλνουν εξετάσεις που δεν είναι ιατρικά απαραίτητες, παραπέμπουν σε άλλους γιατρούς, συνιστούν εισαγωγή στο νοσοκομείο για να αποφύγουν τη δικαστική εμπλοκή».
Οι κατηγορίες για ιατρικά σφάλματα δεν είναι πάντα βάσιμες, ωστόσο στην Ελλάδα καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες. Είναι ενδεικτική η περίπτωση, η οποία αναφέρθηκε στην ημερίδα, 52χρονης γυναίκας που υποβλήθηκε σε εγχείρηση αυξητικής στήθους και μήνυσε τον γιατρό για τρεις λόγους: ο πρώτος ήταν ότι πόνεσε, ο δεύτερος ότι δεν μπορεί να θηλάσει (αν και δεν είχε γεννήσει) και ο τρίτος ότι δεν είδε διαφορά στο στήθος. Φυσικά ο γιατρός αθωώθηκε, ωστόσο αυτή η περιπέτεια τον ταλαιπώρησε και είχε και οικονομικό κόστος. Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, μιλώντας στην «Κ» σημειώνει ότι εκτός από την αμυντική ιατρική υπάρχει και η αμυντική δικαιοσύνη. Δηλαδή ο δικαστής να στέλνει όλες τις υποθέσεις στην ακροαματική διαδικασία, φοβούμενος μην κατηγορηθεί ότι απήλλαξε κάποιον. «Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όμως είναι ότι άλλο είναι το σφάλμα και η αμέλεια, και άλλο η επιπλοκή και η παρενέργεια. Είναι σφάλμα σε κάποιον που έχει αιμορραγική προδιάθεση ή έχει γαστρορραγία να δώσω ασπιρίνη, αλλά είναι παρενέργεια σε κάποιον που δεν έχει τέτοιου είδους πρόβλημα να του δώσω ασπιρίνη και αυτή να του προκαλέσει γαστρορραγία. Ο διαχωρισμός όμως έχει τεράστια δυσκολία και απαιτεί ειδικές γνώσεις».
Προδικαστικό συμβούλιο
Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, εμφανίστηκε θετικός στο να δημιουργηθεί και στη χώρα μας ένα προδικαστικό συμβούλιο με τη συμμετοχή και των ιατρικών συλλόγων, το οποίο θα αποφαίνεται ποιες υποθέσεις συνιστούν ιατρικό λάθος και το άτομο που υπέστη τη βλάβη πρέπει να αποζημιωθεί, και ποιες όχι, οπότε ο γιατρός θα πρέπει να στηριχθεί. «Με αυτόν τον τρόπο δεν θα φτάνουν πολλές υποθέσεις στα δικαστήρια και δεν θα εξαρτάται ο γιατρός εκείνη τη στιγμή από άλλους που δεν έχουν γνώση της ιατρικής επιστήμης», σημείωσε.
Οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν και στην πρόληψη των ιατρικών σφαλμάτων. Οπως τόνισε ο κ. Κατσιρώδης, «πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το ωράριο των γιατρών στα νοσοκομεία. Οι γιατροί δεν είναι υπεράνθρωποι. Υπάρχουν ανθρώπινες αντοχές και όταν τα ωράρια είναι εξαντλητικά, σημαίνει ότι ο γιατρός δεν έχει τη διαύγεια και τις αντοχές να αντιμετωπίσει τα περιστατικά που του παρουσιάζονται». Ο κ. Εξαδάκτυλος τόνισε, απευθυνόμενος στους γιατρούς, ότι «θα πρέπει να θυμόμαστε όλοι ότι οι ασθενείς συγκρατούν περίπου 30% έως 50% από αυτά που τους λέμε, κατά προτίμηση τα ευχάριστα. Εάν θέλουμε να θυμούνται κάτι, θα πρέπει να το επαναλάβουμε πολλές φορές ή να βρίσκονται και άλλα πρόσωπα μπροστά. Προσοχή επίσης στον “αντιπαθητικό ασθενή”, σε αυτόν που δεν δίνει πλήρες και λεπτομερές ιστορικό, το οποίο είναι και ένα από τα κυριότερα τα εργαλεία μας».
«Δύσκολα βρίσκεις κάποιον να μιλήσει εναντίον συναδέλφου του»
Tης Λίνας Γιάνναρου
Πριν από ένα χρόνο, κλείνοντας την ομιλία της στο συνέδριο Ιατρική και Δικαιοσύνη, η πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου είχε πει: «Η δικαστική έδρα και το χειρουργικό τραπέζι μπορεί να διαφέρουν πολύ, όμως και τα δύο μπορεί και να σκοτώσουν τον άνθρωπο και να τον αναστήσουν». Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρεις πού θα κάτσει η μπίλια. Οπως λένε στην «Κ» δύο εξειδικευμένοι στο ιατρικό δίκαιο δικηγόροι, η απόδοση δικαιοσύνης σε ό,τι αφορά τα ιατρικά λάθη δυσχεραίνεται τόσο από την ίδια τη νομοθεσία όσο και από τις μεγάλες καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων, αλλά και από μια κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη. «Κάποιες υποθέσεις δεν φτάνουν ποτέ στο δικαστήριο από την έλλειψη γιατρών», λέει ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Εμμανουήλ Λασκαρίδης. «Δύσκολα βρίσκεις γιατρό να μιλήσει εναντίον συναδέλφου του. Πρόσφατα δεν βρήκαμε αναισθησιολόγο να καταθέσει εις βάρος συναδέλφου του που είχε τοποθετήσει λάθος το σωληνάκι στο υπογλώσσιο ασθενούς, με αποτέλεσμα να πειραχτεί η μία από τις δύο φωνητικές χορδές και να επηρεαστεί η ομιλία της». Η διαπραγμάτευση με το ιδιωτικό νοσοκομείο δεν κατέληξε σε συμφωνία. «Ο ασθενής ζητούσε ένα ποσό αποζημίωσης, αλλά η άλλη πλευρά είπε να πάει η υπόθεση στα δικαστήρια. Αυτή είναι μια πάγια τακτική των νοσοκομείων, καθώς τους ευνοεί και η χρονική διάρκεια των δικαστικών αγώνων, ιδίως αν φτάσουν στο εφετείο και στον Αρειο Πάγο, και η οικονομική τους ευχέρεια αλλά και η έλλειψη γιατρών (σ.σ. για μάρτυρες ή για να υπογράψουν ένορκες βεβαιώσεις)». Ετσι ο ασθενής εγκατέλειψε τη μάχη.
Σε περίπτωση που φτάσει η υπόθεση στα δικαστήρια, θα πρέπει να ξεπεραστεί και ακόμη ένας σκόπελος. «Αν το δικαστήριο δεν γνωρίζει πώς να χειριστεί την υπόθεση, την αναθέτει σε κάποιον πραγματογνώμονα γιατρό από τη λίστα», λέει ο κ. Λασκαρίδης. «Είναι πού θα πέσεις. Εχω υπόθεση στην οποία ο πρώτος πραγματογνώμονας αποκαλύφθηκε ότι είχε βγει στη σύνταξη (σ.σ. δεν είχε όμως αφαιρεθεί από τη λίστα του δικαστηρίου) και μέχρι να βρεθεί δεύτερος πέρασαν δύο χρόνια!». Τα προβλήματα δεν τελείωσαν ούτε τότε, καθώς ο δεύτερος ζήτησε αμοιβή 50.000 ευρώ. «Μολονότι ορίζεται από το δικαστήριο, ο νόμος λέει ότι τον πληρώνει όποια πλευρά θέλει. Αυτό είναι λάθος, γιατί κάποιοι ζητούν υπέρογκα ποσά, τα οποία αν δεν καταβάλεις κινδυνεύεις η πραγματογνωμοσύνη να βγει ανάποδα». Οταν μάλιστα «απέναντι» έχεις μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία όπως στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο αγώνας γίνεται άνισος. «Η φαρμακευτική είχε ξεχάσει να προσθέσει στο ελληνικό έντυπο ενός φαρμάκου την παρενέργεια της καρδιοπάθειας, με αποτέλεσμα μια γυναίκα να αποκτήσει πρόβλημα με την καρδιά της. Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια και ακόμη δεν έχει δικαιωθεί». Ευτυχώς το έντυπο του φαρμάκου έχει έκτοτε διορθωθεί.
Το ίδιο πρόβλημα έχει αντιμετωπίσει πολλές φορές και η δικηγόρος Αλεξάνδρα Καπλανέρη (Lex Fortis), που επίσης εξειδικεύεται στο ιατρικό δίκαιο και το δίκαιο της υγείας. «Πρόσφατα μάλιστα σε μια υπόθεση ο πραγματογνώμονας μας ζήτησε συγκεκριμένο ποσό που όταν του είπαμε ότι είναι υπέρογκο μας είπε “άμα σας αρέσει”, εννοώντας ότι αν δεν πληρωθεί δεν θα προχωρήσει η διαδικασία». Σε άλλη υπόθεση η κ. Καπλανέρη «πέτυχε» πραγματογνώμονα γιατρό που είχε κλείσει τα βιβλία της ως ελεύθερος επαγγελματίας, αλλά παρέμενε στις λίστες των δικαστηρίων. Ολα αυτά είναι φυσικά εις βάρος των ασθενών, που επιβαρύνονται με μεγάλα έξοδα. «Και ως γνωστόν στα δικαστήρια δεν προσφεύγουν οι πλούσιοι». Τα παραπάνω δεν συμβαίνουν στα διοικητικά δικαστήρια, όπου η αμοιβή του πραγματογνώμονα είναι 1.500 ευρώ. «Γι’ αυτό οι υποθέσεις εναντίον δημόσιων νοσοκομείων είναι διπλάσιες από αυτές εναντίον ιδιωτικών», σημειώνει ο κ. Λασκαρίδης.
Από την εμπειρία του ο κ. Λασκαρίδης αναφέρει ότι οι γιατροί που εμπλέκονται συχνότερα σε δικαστικές διαμάχες είναι οι γυναικολόγοι, με τους γενικούς χειρουργούς και τους ορθοπεδικούς να ακολουθούν. «Τα ποσά των αποζημιώσεων σε υποθέσεις που αφορούν βρέφη είναι πολύ υψηλά, άρα συμφέρει κάποιον να τις κυνηγήσει». Και τους δικηγόρους συμφέρει, εφόσον αμείβονται με ποσοστό επί της αποζημίωσης. Ο ίδιος χειρίζεται το τελευταίο διάστημα υπόθεση στην οποία λόγω ελλιπέστατης εκτέλεσης του προγεννητικού ελέγχου ένα ζευγάρι έφερε στο φως παιδί με σύνδρομο Down. «Ηθελαν να έχουν το δικαίωμα της επιλογής».
Στο γραφείο της κ. Καπλανέρη τα περισσότερα αιτήματα αφορούν λανθασμένες διαγνώσεις και λάθη κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. «Συχνά συνδυάζονται. Πρόσφατα είχαμε μια υπόθεση όπου ο γιατρός έκανε λανθασμένη διάγνωση ότι μια γυναίκα υπέφερε από μια ασθένεια και μετά την επέμβαση στον αυχένα την άφησε παράλυτη από το δεξί χέρι. Η γυναίκα θα μπορούσε απλώς να είχε πάρει μια συντηρητική αγωγή και να είχε λύσει το πρόβλημά της. Ευτυχώς δικαιώθηκε στο δικαστήριο. Οπως αποκαλύφθηκε, ο γιατρός είχε μόλις πάρει την ειδικότητά του και δεν είχε ξαναχειρουργήσει». Σε άλλη περίπτωση, δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 70.000 ευρώ σε γυναίκα που από λάθος διάγνωση (ο γιατρός νόμιζε ότι έχει καρκίνο) της αφαιρέθηκε όγκος παρωτίδας, με αποτέλεσμα να πειραχτεί το προσωπικό νεύρο που δίνει κίνηση στη μια πλευρά του προσώπου.
Πολύ συνηθισμένα ιατρικά λάθη είναι να ξεχαστούν γάζες ή εργαλεία μέσα σε ασθενή μετά το χειρουργείο, αλλά και η ελλιπής ενημέρωση για τυχόν παρενέργειες ή επιπλοκές μιας ιατρικής πράξης. Πολλές υποθέσεις αφορούν το αποτέλεσμα μιας αισθητικής επέμβασης. «Που όμως είναι υποκειμενικό. Υπάρχουν και υποθέσεις στις οποίες ο ασθενής προσπαθεί απλώς να βγάλει λεφτά», σημειώνει η κ. Καπλανέρη. Η ίδια πάντως φιλοδοξεί να δημιουργήσει νομολογία και σε ό,τι αφορά το θέμα της συναίνεσης.
«Συχνά σου δίνουν ένα παλιόχαρτο να υπογράψεις πέντε λεπτά πριν μπεις στο χειρουργείο. Αυτό το χαρτί είναι άκυρο. Για να συναινέσεις σε μια ιατρική πράξη πρέπει να είσαι ήρεμος, όχι με τρεμάμενο χέρι. Υπάρχει απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που ενώ η ασθενής δεν έπαθε καμία βλάβη απέδειξε ότι δεν είχε δώσει έγκυρη συναίνεση για το χειρουργείο».
Οπως λένε οι νομικοί, χρειάζεται εκπαίδευση των γιατρών στη δεοντολογία, στην ενημέρωση του ασθενούς, στην τήρηση του απορρήτου. «Οταν τα πειθαρχικά των ιατρικών συλλόγων δεν καταδικάζουν ποτέ κανέναν, γιατί κάποιος να προσέξει;», λέει ο κ. Λασκαρίδης. «Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι οι γιατροί ασφαλίζονται για αστική ευθύνη, ώστε αν συμβεί κάτι να πληρώσει η ασφαλιστική. Φυσικά έτσι αυξάνεται και το κόστος των υπηρεσιών».
Πηγή: http://medispin.blogspot.com/2023/03/blog-post_20.html