Ο όρος long COVID περιγράφει τα συμπτώματα της COVID-19 που παραμένουν για 3 ή περισσότερους μήνες μετά τη διάγνωση της νόσου. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης η οποία εξέτασε σχεδόν 1.2 εκατομμύρια ασθενείς, το 6% περίπου των ασθενών που παρουσίασαν συμπτώματα κατά την οξεία φάση της νόσου θα παρουσιάσουν τελικά long COVID.
Μετά την προσαρμογή για διάφορους παράγοντες κινδύνου που είχαν οι ασθενείς πριν μολυνθούν με τον ιό SARS-CoV-2, διαπιστώθηκε ότι το 6.2% περίπου του δείγματος είχαν συμπτώματα σε τουλάχιστον 1 κατηγορία συμπτωμάτων της long COVID 3 μήνες αργότερα. Συγκεκριμένα, το 2.2% είχε κάποια διαταραχή των γνωστικών λειτουργιών, το 3.2% είχε χρόνιο αίσθημα κόπωσης με σωματικό άλγος ή διαταραχές της διάθεσης, ενώ το 3.7% είχε αναπνευστικά προβλήματα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA.
Για τους ασθενείς ηλικίας άνω των 20 ετών, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η long COVID ήταν συχνότερη στις γυναίκες (10.6%) σε σχέση με τους άνδρες (5.4%), ενώ για τα άτομα ηλικίας κάτω των 20 η συχνότητα της long COVID ήταν 2.8% και στα δύο φύλα.
Η διάρκεια των συμπτωμάτων ήταν περίπου 9 μήνες για αυτούς που είχαν νοσηλευτεί στην οξεία φάση της COVID-19 και 4 μήνες για αυτούς που αντιμετώπισαν τη λοίμωξη στο σπίτι.
Για την ανάλυσή τους, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από 54 μελέτες και 2 ιατρικές βάσεις δεδομένων. Συνολικά εξετάστηκαν δεδομένα για 1.2 εκατομμύρια ασθενείς από 22 χώρες.
«Εξετάσαμε όλη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με τη συχνότητα, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων της long COVID. Μάλιστα, εξετάσαμε συγκριτικά τη συχνότητα των συμπτωμάτων σε ασθενείς με και χωρίς ιστορικό COVID-19, καθώς και στους ίδιους ασθενείς πριν και μετά τη λοίμωξη με τον ιό», αναφέρουν οι συγγραφείς.
«Είναι σημαντικό να αφαιρείται πάντοτε το ποσοστό εμφάνισης ενός συμπτώματος στα άτομα που δεν έχουν ιστορικό COVID-19, αλλιώς είναι πολύ πιθανό να καταλήξουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα», πρόσθεσαν.
«Αναλύοντας τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων με λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα συμπτώματα της long COVID, παρατηρήσαμε ότι αρκετές προηγούμενες μελέτες είχαν επικεντρωθεί περισσότερο στους ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα και δεν είχαν συμπεριλάβει ασθενείς με ηπιότερα. Αυτό σημαίνει ότι η εκτίμησή μας σχετικά με τη συχνότητα της long COVID είναι λανθασμένοι και ο πραγματικός αριθμός των ασθενών είναι υψηλότερος», αναφέρουν οι συγγραφείς.
Από τις 54 μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση, οι 44 έχουν δημοσιευτεί ήδη σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ οι υπόλοιπες 10 ήταν πληθυσμιακές μελέτες. Στις πρώτες συμμετείχαν συνολικά 10.501 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν και 42.891 ασθενείς που δεν χρειάστηκαν νοσηλεία για την COVID-19, ενώ στις πληθυσμιακές μελέτες οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 10.526 και 1.906.
Όπως προαναφέρθηκε, η ανάλυση χρησιμοποίησε και δεδομένα από δύο μεγάλες βάσεις των ΗΠΑ. Από τις τελευταίες εξετάστηκαν δεδομένα για 250.928 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν για COVID-19, καθώς και 846.046 ασθενείς που δεν νοσηλεύτηκαν. Οι επιστήμονες συνέλεξαν δεδομένα για το διάστημα από το Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Ιανουάριο του 2022, δηλαδή πριν την εμφάνιση του στελέχους Όμικρον.
Η συχνότητα των συμπτωμάτων της long COVID ήταν υψηλότερη σε όσους νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ (43.1%) ή σε απλές κλινικές νοσοκομείου (27.5%) σε σχέση με αυτούς που δεν νοσηλεύτηκαν (5.7%).
Σε περισσότερο από το 1/3 των ασθενών με long COVID (38.4%), οι ασθενείς είχαν συμπτώματα από 2 κατηγορίες συμπτωμάτων.
«Αν και η πλειοψηφία των ασθενών αναρρώνει εντός ενός έτους, υπάρχουν αρκετοί ασθενείς που έχουν ακόμα συμπτώματα και μετά από αυτό το διάστημα. Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα αντίστοιχα ποσοστά μετά τους 12 μήνες», καταλήγει η μελέτη.
Επιμέλεια: Αντώνιος Δημητρακόπουλος MD, PhD, Ειδικός Παθολόγος Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν HC, ΕΔΙΠ Παθολογίας-Ανοσολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ