Ένα σημαντικό πρόβλημα σε μελέτες που προσπαθούν να εξετάσουν αντικειμενικά τη σχέση μεταξύ θυμού και στεφανιαίας νόσου είναι η δυσκολία αντικειμενικής μέτρησης των συναισθημάτων
Ο Θανάσης Δρίτσας, Καρδιολόγος, Αναπληρωτής Διευθυντής, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο γράφει για τις μελέτες που προσπαθούν να συσχετίσουν τον θυμό, το άγxος, την κατάθλιψη και το στρες με τη στεφανιαία νόσο.
Τα αρνητικά συναισθήματα έχουν από καιρό συσχετιστεί με προβλήματα υγείας. Ο Βουδισμός, για παράδειγμα, αναφέρεται στον θυμό ως ένα από τα τρία «δηλητήρια του μυαλού» (απληστία, θυμός και τρέλα). Στην πρώτη ιστορική έκδοση του δημοφιλούς επιστημονικού περιοδικού Circulation (1950), είχε ήδη δημοσιευτεί ένα άρθρο το οποίο αφορούσε τη συσχέτιση μεταξύ του στρες και των καρδιαγγειακών παθήσεων (Wolff H: Life stress and cardiovascular disease).
Τις τελευταίες δεκαετίες, αρκετές μελέτες προσπάθησαν να συσχετίσουν ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, όπως θυμό, άγχος, κατάθλιψη και στρες, με τη στεφανιαία νόσο, καταδεικνύοντας την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης αυτών των ψυχικών καταστάσεων (INTEHEART Study, Lancet 2004). Για παράδειγμα μια αξιοσημείωτη αύξηση των περιστατικών οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου καταγράφηκε μεταξύ 2008-2009 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν σημειώθηκε κραχ στο χρηματιστήριο (Fiuzat M. United States stock market performance and acute myocardial infarction rates in 2008-2009, from the Duke Databank for Cardiovascular Disease). Αυτή η σχέση τείνει να είναι περισσότερο σημαντική στις γυναίκες, καθώς παράγοντες όπως η χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση και οι αυξημένες ώρες εργασίας (συμβιβασμός της απασχόλησης με τη μητρότητα) είναι συχνότεροι στον γυναικείο πληθυσμό. Πιο πρόσφατα μια μακράς διαρκείας μελέτη μπόρεσε να αναδείξει τη σχέση μεταξύ της δραστηριότητας του αμυγδαλωτού πυρήνα στον εγκέφαλο (αμυγδαλή/περιοχή που εμπλέκεται με τα συναισθήματα) και τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων (Tawakol A, Relation between resting amygdalar activity and cardiovascular events: a longitudinal and cohort study, Lancet 2017).
Με βάση μια μεγάλη κλινική μελέτη στη Σουηδία στην οποία συμμετείχαν 47.000 ενήλικες (56-94 ετών) και βασίστηκε στο εθνικό αρχείο δημόσιας υγείας της Σουηδίας (Swedish National Patient and Death Registers) τα ισχυρά συναισθήματα θυμού σχετίζονται με σημαντικά αυξημένη πιθανότητα καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμιών όπως η κολπική μαρμαρυγή και αυξημένη συνολικά καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο δημοφιλές European Heart Journal (Open) (2022) (Olga Tikova, Anger frequency and risk of cardiovascular morbidity and mortality). Υπάρχουν επίσης ισχυρά κλινικά στοιχεία που συσχετίζουν το συναίσθημα του θυμού με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (Smi Choi-Won, Anger: A result and couse of Stroke-a narrative review, Journal of Stroke 2022).
Ένα σημαντικό πρόβλημα σε μελέτες που προσπαθούν να εξετάσουν αντικειμενικά τη σχέση μεταξύ θυμού και στεφανιαίας νόσου είναι η δυσκολία αντικειμενικής μέτρησης των συναισθημάτων, συμπεριλαμβανομένου του θυμού. Mια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην έκδοση του Brazilian Articles of Cardiology από τον ερευνητή Schmidt μετρά τον θυμό των γυναικών ασθενών που αναλύθηκε μέσω του ερωτηματολογίου State-Trait Anger Expression Inventory of Spielberger (STAXI). (Schmidt KES, Anger and coronary artery disease in women submitted to coronary angiography: A 48-Month follow-up, Arq Bras Cardiol, 2018).
Ο ερευνητής Dimsdale στο σπουδαίο έργο του (2008) που αφορά την σχέση μεταξύ ψυχολογικού στρες και καρδιαγγειακών παθήσεων εξηγεί ότι «όποιος αρχίζει να διαβάζει τις εργασίες που αναλύουν αυτή τη συσχέτιση αντιλαμβάνεται αμέσως ότι μέρος του προβλήματος είναι ότι ο όρος στρες χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους», έτσι ώστε κάθε ερευνητής που θέλει να εμβαθύνει σε αυτόν τον τομέα πρέπει να είναι προσεκτικός σχετικά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που αφορούν αυτό το θέμα (δηλ. πως ορίζεται το στρες).
Η μελέτη του Schmidt δείχνει επίσης ότι εξίσου σημαντική με την απόδειξη της αξίας του θυμού ως παράγοντα κινδύνου για την παρουσία στεφανιαίας νόσου είναι και η διαχείριση του θυμού η οποία μπορεί επίσης να παίξει ρόλο. Η μελέτη Schmidt δείχνει ότι οι γυναίκες που ασκούν μικρότερο έλεγχο του θυμού εμφανίζουν μια μεγαλύτερη τάση για την παρουσία στεφανιαίας νόσου στην στεφανιογραφία. Ωστόσο, αυτό το ζήτημα παραμένει αμφιλεγόμενο.
Μια συστηματική ανασκόπηση 36 μελετών, συμπεριλαμβανομένων 12.841 ασθενών, εκ των οποίων οι 18 αξιολόγησαν τον έλεγχο του θυμού, έδειξε ότι δεν υπάρχει μείωση στον καρδιαγγειακό θάνατο ή ανάγκη για επεμβατικές παρεμβάσεις όταν εφαρμόζονται ψυχοθεραπευτικές στρατηγικές για ασθενείς με θυμό, άγχος ή κατάθλιψη. Υπήρχε βέβαια μια τάση για μείωση του μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου στην ομάδα ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης, αλλά οι δύο μεγαλύτερες κλινικές μελέτες που συμμετείχαν σε αυτήν την ανασκόπηση δεν έδειξαν σημαντικές αλλαγές σε κλινικό επίπεδο (Rees K, Psychological interventions for coronary heart disease (Review), Cochrane Database Syst Rev. 2011). Το ζήτημα παραμένει σκοτεινό και απαιτούνται ακόμη καλά σχεδιασμένες προοπτικές μελέτες στο μέλλον οι οποίες θα εξετάσουν αφενός τους ακριβείς βιολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στην σχέση θυμού-αθηρωματικής νόσου αφετέρου την κλινική αξία των ψυχοθεραπευτικών ή/και φαρμακευτικών παρεμβάσεων στο αντικείμενο αυτό.
Επιμέλεια: Θανάσης Δρίτσας, καρδιολόγος, αναπληρωτής διευθυντής, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, συνθέτης και συγγραφέας.