ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

Η Οστεοπόρωση έχει αναγνωριστεί τις τελευταίες δεκαετίες ως ένα πρόβλημα υγείας υψίστης σημασίας, χαρακτηριζόμενο από ελάττωση της μάζας των οστών, τα οποία καθίστανται πορώδη και εύθραυστα. Παρόμοια, αλλά ηπιότερη κατάσταση, είναι η Οστεοπενία, κατά την οποία το οστό είναι πιο αραιωτικΗ οστεοπόρωση κατατάσσεται σε Πρωτογενή ή Δευτερογενή, ανάλογα με την αιτία που την προκαλεί.
Πρωτογενής οστεοπόρωση είναι εκείνη η μορφή της νόσου που αποδίδεται στις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, όπως π.χ. η εμμηνόπαυση στις γυναίκες. Η Δευτερογενής οστεοπόρωση είναι το αποτέλεσμα προϋπάρχουσας κατάστασης, δηλαδή κάποιας νόσου (λ.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα) ή χρόνιας λήψης φαρμάκων (λ.χ. κορτιζόνης).Η πρωτογενής οστεοπόρωση, με την οποία θα ασχοληθούμε περαιτέρω, υποδιαιρείται ως εξής:
Τύπου Ι Οστεοπόρωση, η οποία αφορά το γυναικείο πληθυσμό και συμβαίνει μετά την εμμηνόπαυση. Ως κύρια αιτία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης θεωρείται η πτώση των επιπέδων οιστρογόνων και κατ’ επέκταση η εξασθένιση της προστατευτικής δράσης τους στον οστικό μεταβολισμό.
Τύπου ΙΙ ή Γεροντική Οστεοπόρωση, η οποία αποδίδεται στις εκφυλιστικές διαδικασίες της γήρανσης και η οποία μπορεί να αφορά τόσο στο γυναικείο όσο και στον αντρικό πληθυσμό. Όλοι οι άνθρωποι χάνουν οστική μάζα μεγαλώνοντας, ωστόσο κάποιοι τη χάνουν με γρηγορότερο ρυθμό και σε μεγαλύτερες ποσότητες. Αυτό σημαίνει πως η οστεοπόρωση δε θα εμφανιστεί σε όλους τους ηλικιωμένους, είναι όμως πιο συχνή σε αυτούς.
ό από το φυσιολογικό, αλλά όχι στο βαθμό της οστεοπόρωσης.
Μία απλή ακτινογραφία μπορεί να αποκαλύψει την εγκατεστημένη οστεοπόρωση, καθώς το οστό θα απεικονίζεται πιο αραιωτικό από το φυσιολογικό. Δυστυχώς όμως, καθ’ ότι ο απλός ακτινολογικός έλεγχος δεν αποτελεί ειδική εξέταση, όταν οι ακτινογραφίες θα είναι σε θέση να ανιχνεύσουν την οστεοπόρωση, τουλάχιστον το 30% του οστού θα έχει ήδη
χαθεί. Επιπλέον, η ακτινολογική απεικόνιση μπορεί να επηρεάζεται από τεχνικά θέματα (όπως ο χρόνος έκθεσης του φιλμ) που καθιστούν τις ακτινογραφίες μη αξιόπιστες.

Η εξέταση εκείνη που θεωρείται ειδική για την ποιοτική και ποσοτική ανίχνευση της οστεοπόρωσης, ονομάζεται εξέταση οστικής πυκνότητας και για τη διενέργειά της χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές. Η πιο κοινή είναι η μέτρηση οστικής πυκνότητας με διπλή φωτονιακή απορροφησιομέτρηση, επονομαζόμενη και DEXA Scan. Η εξέταση αυτή χρησιμοποιεί χαμηλής ενέργειας ακτίνες Χ, ικανές να ανιχνεύουν περιοχές με χαμηλά ποσοστά απώλειας οστού. Το DEXA Scan μετράει την οστική πυκνότητα στο ισχίο, στη σπονδυλική στήλη και στο αντιβράχιο, είναι ακριβής εξέταση, διαρκεί περίπου 15 λεπτά και εκθέτει τον ασθενή σε πολύ χαμηλή δόση ακτινοβολίας (λιγότερη από το 1/10 της ακτινοβολίας μιας απλής ακτινογραφίας θώρακος).

Βάσει των οδηγιών του διεθνούς ιδρύματος Οστεοπόρωσης, υπάρχουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που θα πρέπει να ελέγχονται με Dexa Scan, οι οποίες είναι οι εξής:
Η οστεοπόρωση παρουσιάζεται κυρίως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, αλλά μπορεί να εμφανισθεί και σε άνδρες αλλά και σε νεότερα άτομα. Το 35% των Ελληνίδων άνω των 50 ετών (850000 γυναίκες) έχουν οστεοπόρωση (στοιχεΊα από τον Ελληνικό Σύλλογο Υποστήριξης Ασθενών με Οστεοπόρωση.
Παράγοντες Κινδύνου: Λεπτό και αδύνατο σώμα, Οικογενειακό ιστορικό (π.χ. αν η μητέρα σας είχε οστεοπόρωση), Κάπνισμα, Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, Καθιστική ζωή και έλλειψη εκγύμνασης, Δίαιτα χαμηλή σε Ασβέστιο, Έλλειψη βιταμίνης D και γενικώς πτωχή διατροφή, Χαμηλά επίπεδα Οιστρογόνων στις γυναίκες και χαμηλά επίπεδα Τεστοστερόνης στους άντρες, Χρόνιες λοιμώξεις όπως η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα ή Ηπατικές λοιμώξεις, Υπερθυρεοειδισμός ή Υπερπαραθυεοειδισμός, Χρόνια ακινησία και Κλινοστατισμός (όπως μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο), Χρόνια φαρμακευτική αγωγή με φάρμακα όπως Κορτικοστεροειδή, Ηπαρίνη, Φαινυτοίνη
Όλες οι γυναίκες άνω των 65, ανεξαρτήτως παραγόντων κινδύνου
Άνδρες 50 έως 69 ετών με παράγοντες κινδύνου
Άνδρες άνω των 70 ετών
Κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), δύο μέρη του σώματος προσφέρονται για μέτρηση οστικής μάζας. Αυτά είναι οι σπόνδυλοι της οσφυϊκής μοίρας, της σπονδυλικής στήλης και το ισχύο. Η οστική πυκνότητα (BMD) μετράται σε g/cm2 και συγκρίνεται  με αυτή των νεαρών φυσιολογικών γυναικών. Το Τ- score που αναγράφεται υποδηλώνει τον αριθμό σταθερών αποκλίσεων που απέχει από το μέσο όρο των νεαρών γυναικών.